- πομφολύζω
- ἡ πομφολύσσω Απαφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος* (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πομφολύξῃ — πομφολύζω bubble aor subj mid 2nd sg πομφολύζω bubble aor subj act 3rd sg πομφολύζω bubble fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομφόλυξαν — πομφολύζω bubble aor ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)